- επιστρώνω
- επίστρωσα, επιστρώθηκα, επιστρωμένος, μτβ., στρώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, επικαλύπτω κάτι με κάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
επιστρώνω — επιστρώνω, επέστρωσα και επίστρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιστρώνω — (Μ ἐπιστρώνω Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) [στρώνω] 1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια 2. σαμαρώνω … Dictionary of Greek
λιθοστρώνω — επιστρώνω κάτι με πέτρες («λιθοστρώνουν τον δρόμο μας») … Dictionary of Greek
μαρμαροστρώνω — επιστρώνω δάπεδο ή τοίχο με μάρμαρο … Dictionary of Greek
παρκετοστρώνω — επιστρώνω το δάπεδο δωματίων ή αιθουσών με παρκέτο … Dictionary of Greek
δαπεδώνω — [δάπεδο] εξομαλύνω και επιστρώνω τμήμα εδάφους … Dictionary of Greek
επίστρωτος — η, ο [επιστρώνω] αυτός που έχει επίστρωμα, ο επιστρωμένος … Dictionary of Greek
επικονιώ — ἐπικονιῶ, άω (Α) επιγρ. επιστρώνω κονίαμα πάνω σε κάτι, επιχρίω με ασβέστη, ασπρίζω … Dictionary of Greek
επιστορέννυμι — ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α) 1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.) 2. σαμαρώνω («κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»] … Dictionary of Greek
επιστρωτήρας — ο [επιστρώνω] εργαλείο ή μηχάνημα που χρησιμοποιείται για επίστρωση … Dictionary of Greek